-
1 тара
η συσκευασί/ατο εμπορευματοκιβώτιο, το απόβαροвлагонепроницаемая - υδατοστεγανή -, υδατοστεγής -возвратная - επιστρεφόμενη -, επαναχρησιμοποιούμενη --охранная (для транспортировки радиоактивных веществ) - μεταφοράς ραδιενεργών (υλικών)пыленепроницаемая - κονεοστεγανή/κονεοστεγής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тара
-
2 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка